- διερμήνευση
- η (AM διερμήνευσις) [διερμηνεύω]νεοελλ.1. διερμηνεία*2. μετάφραση τού προφορικού λόγου για τη συνεννόηση αλλόγλωσσωναρχ.1. διαπραγμάτευση2. ερμηνεία, εξήγηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διερμηνεύσῃ — διερμηνεύσηι , διερμήνευσις parleying fem dat sg (epic) διερμηνεύω interpret aor subj mid 2nd sg διερμηνεύω interpret aor subj act 3rd sg διερμηνεύω interpret fut ind mid 2nd sg διερμηνεύω interpret aor subj mid 2nd sg διερμηνεύω interpret aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διερμηνευτικός — ή, ό (AM διερμηνευτικός, ή, όν) [διερμηνεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διερμήνευση ή στον διερμηνευτή, ο κατάλληλος να εξηγεί … Dictionary of Greek